σκοτισμάρα

σκοτισμάρα
η беспокойство, волнение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σκοτισμάρα" в других словарях:

  • σκοτισμάρα — η, Ν 1. διανοητική ή ψυχική σύγχυση, ταραχή 2. βοτ. άλλη κοινή ονομασία τού φυτού βίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτίζω + κατάλ. μάρα (πρβλ. σαστισ μάρα)] …   Dictionary of Greek

  • σκοτισμάρα — η σκότιση, σάστιμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -μάρα — παραγωγική κατάληξη τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή κάποια χαρακτηριστική ιδιότητα. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε από ουσιαστικά σε μός (πρβλ. βαρεμός… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»