- σκοτισμάρα
- η беспокойство, волнение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκοτισμάρα — η, Ν 1. διανοητική ή ψυχική σύγχυση, ταραχή 2. βοτ. άλλη κοινή ονομασία τού φυτού βίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτίζω + κατάλ. μάρα (πρβλ. σαστισ μάρα)] … Dictionary of Greek
σκοτισμάρα — η σκότιση, σάστιμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-μάρα — παραγωγική κατάληξη τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή κάποια χαρακτηριστική ιδιότητα. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε από ουσιαστικά σε μός (πρβλ. βαρεμός… … Dictionary of Greek